Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαμόθρεφτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μαμόθρεφτ|ος <-η, -ο> [maˈmɔθrɛftɔs] ΕΠΊΘ

μαμόθρεφτος

II . μαμόθρεφτ|ος [maˈmɔθrɛftɔs] SUBST αρσ (γιος)

μαμόθρεφτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский