Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μαλώ|νω <-σα, -μένος> [maˈlɔnɔ] VERB μεταβ (επιπλήττω)

II . μαλώ|νω <-σα, -μένος> [maˈlɔnɔ] VERB αμετάβ

1. μαλώνω (καβγαδίζω):

μαλώνω

2. μαλώνω (διακόπτω τις φιλικές σχέσεις):

μαλώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский