Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μακροπρόθεσμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μακροπρόθεσμ|ος <-η, -ο> [makrɔˈprɔθɛzmɔs] ΕΠΊΘ

μακροπρόθεσμος
μακροπρόθεσμος στόχος

Παραδειγματικές φράσεις με μακροπρόθεσμος

μακροπρόθεσμος στόχος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский