Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαιευτική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαιευτική [mɛɛftiˈci] SUBST θηλ

1. μαιευτική ΙΑΤΡ:

μαιευτική
Geburtshilfe θηλ

2. μαιευτική φιλος:

μαιευτική
Mäeutik θηλ
σωκρατική μαιευτική

Παραδειγματικές φράσεις με μαιευτική

μαιευτική λαβίδα
σωκρατική μαιευτική
μαιευτική κλινική

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский