Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαθητευόμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαθητευόμεν|ος (-η) [maθitɛˈvɔmɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μαθητευόμενος (-η)
μαθητευόμενος (-η)
Lehrling αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με μαθητευόμενος

μαθητευόμενος μάγος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский