Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαθαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μαθ|αίνω <-α, -εύτηκα, -ημένος> [maˈθɛnɔ] VERB μεταβ

1. μαθαίνω (αποκτώ γνώσεις):

μαθαίνω
μαθαίνω γερμανικά
μαθαίνω κάτι απ' έξω

2. μαθαίνω (διδάσκω):

μαθαίνω

II . μαθ|αίνω <-α, -εύτηκα, -ημένος> [maˈθɛnɔ] VERB αμετάβ (συνηθίζω)

Παραδειγματικές φράσεις με μαθαίνω

μαθαίνω γερμανικά
μαθαίνω κάτι απ' έξω
μαθαίνω σε κάτι
μαθαίνω από τα λάθη μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский