Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαγεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαγ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [maˈjɛvɔ] VERB μεταβ

1. μαγεύω (κάνω μάγια):

μαγεύω

2. μαγεύω (γοητεύω):

μαγεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский