Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μάλαξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μάλαξ|η <-εις> [ˈmalaksi] SUBST θηλ

1. μάλαξη (γενικά):

μάλαξη
Kneten ουδ

2. μάλαξη (σε μέρη του σώματος):

μάλαξη
Massage θηλ
Fußreflexzonenmassage θηλ ενικ
Herzmassage θηλ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский