Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λαθρεμπόριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λαθρεμπόριο [laθrɛmˈbɔriɔ] SUBST ουδ

1. λαθρεμπόριο (εισαγωγή, εξαγωγή):

λαθρεμπόριο
Schmuggel αρσ
κάνω λαθρεμπόριο
λαθρεμπόριο προσώπων

2. λαθρεμπόριο (εμπόριο απαγορευμένων ειδών):

λαθρεμπόριο
Schwarzhandel αρσ
κάνω λαθρεμπόριο

Παραδειγματικές φράσεις με λαθρεμπόριο

κάνω λαθρεμπόριο
λαθρεμπόριο προσώπων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский