Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λαθρεμπόρευμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λαθρεμπόρευμα [laθrɛmˈbɔrɛvma] SUBST ουδ (προερχόμενο από το εξωτερικό)

λαθρεμπόρευμα
Schmuggelware θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский