Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατάθεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατάθεσ|η <-εις> [kaˈtaθɛsi] SUBST θηλ

2. κατάθεση (στεφανιού, όπλων):

κατάθεση
Niederlegung θηλ

3. κατάθεση (θεμελίων):

κατάθεση
Legung θηλ

4. κατάθεση (παράδοση χρημάτων σε τράπεζα):

κατάθεση
Hinterlegung θηλ
κατάθεση
Einlage θηλ
κάνω κατάθεση 2000 ευρώ
μακροπρόθεσμη κατάθεση
δεσμευμένη κατάθεση
Festgeld ουδ
ausstehende Einlagen θηλ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με κατάθεση

κατάθεση θηλ μετρητών (σε τράπεζα)
ψευδής κατάθεση
ανώμοτη κατάθεση
δεσμευμένη κατάθεση
Festgeld ουδ
μαρτυρική κατάθεση
κάνω κατάθεση 2000 ευρώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский