Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θρόμβος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θρόμβος [ˈθrɔɱvɔs] SUBST αρσ

1. θρόμβος (αίματος):

θρόμβος
Blutgerinnsel ουδ
θρόμβος
Thrombus αρσ

2. θρόμβος (ιδρώτα):

θρόμβος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский