Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θλιπτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θλιπτικ|ός <-ή, -ό> [θliptiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΦΥΣ

θλιπτικός
Druck-
Druckkraft θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский