Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θερμαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θερμ|αίνω <-ανα, -άνθηκα, -ασμένος> [θɛrˈmɛnɔ] VERB μεταβ

1. θερμαίνω (ζεσταίνω):

θερμαίνω

2. θερμαίνω μτφ (εμψυχώνω):

θερμαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский