Ελληνικά » Γερμανικά

θείος1 [ˈθiɔs] SUBST αρσ

θείος
Onkel αρσ

θεί|ος2 <-α, -ο> [ˈθiɔs] ΕΠΊΘ

1. θείος και μτφ:

θείος

2. θείος (άγιος, ιερός):

θείος
Gottesdienst αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский