Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θίγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θί|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ˈθiɣɔ] VERB μεταβ

1. θίγω (αγγίζω):

θίγω

2. θίγω (κάποιον με τα λόγια μου):

θίγω

Παραδειγματικές φράσεις με θίγω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский