Ελληνικά » Γερμανικά

θέρμανσ|η <-εις> [ˈθɛrmansi] SUBST θηλ

θέρμανση
Heizung θηλ
θέρμανση δαπέδου
κεντρική θέρμανση
Heizkosten πλ
Heizraum αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με θέρμανση

θέρμανση θηλ δαπέδου
θέρμανση δαπέδου
κεντρική θέρμανση
διηλεκτρική θέρμανση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский