Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θάλπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θάλ|πω <-ψα> [ˈθalpɔ] VERB μεταβ

θάλπω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский