Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζωγραφιστός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζωγραφιστ|ός <-ή, -ό> [zɔɣrafisˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. ζωγραφιστός (με χρώματα):

ζωγραφιστός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский