Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζυγώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ζυγώ|νω <-σα, -μένος> [ziˈɣɔnɔ] VERB μεταβ (φέρνω κοντά)

ζυγώνω σε
heranbringen an +αιτ

II . ζυγώ|νω <-σα, -μένος> [ziˈɣɔnɔ] VERB αμετάβ (πλησιάζω)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский