Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζοφερός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζοφερ|ός <-ή, -ό> [zɔfɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. ζοφερός (νύχτα):

ζοφερός

2. ζοφερός (που εμπνέει απαισιοδοξία: μέλλον κτλ):

ζοφερός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский