Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζεσταίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ζεστ|αίνω <-ανα, -άθηκα, -αμένος> [zɛsˈtɛnɔ] VERB μεταβ

1. ζεσταίνω (αυξάνω τη θερμοκρασία):

ζεσταίνω
ζεσταίνω ένα υγρό

2. ζεσταίνω (ώστε να μην κρυώνει):

ζεσταίνω

3. ζεσταίνω (φαγητό, ποτό):

ζεσταίνω

II . ζεστ|αίνω <-ανα, -άθηκα, -αμένος> [zɛsˈtɛnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι ζεστός)

ζεσταίνω

III . ζεσταίνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. ζεσταίνομαι (γίνομαι ζεστός):

2. ζεσταίνομαι (αισθάνομαι ζέστη):

Παραδειγματικές φράσεις με ζεσταίνω

ζεσταίνω σε μπεν μαρί
ζεσταίνω ένα υγρό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский