Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζαχαρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ζαχαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [zaxaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

ζαχαρώνω

II . ζαχαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [zaxaˈrɔnɔ] VERB αμετάβ

1. ζαχαρώνω (σχηματίζω ζάχαρη):

ζαχαρώνω

2. ζαχαρώνω μτφ (ερωτοτροπώ):

ζαχαρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский