Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επαύξηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επαύξησ|η <-εις> [ɛˈpafksisi] SUBST θηλ

1. επαύξηση (ταχύτητας, εισοδήματος, αξίας):

επαύξηση
Erhöhung θηλ

2. επαύξηση (σε αριθμό):

επαύξηση
Vermehrung θηλ

3. επαύξηση (σε όγκο, σε έκταση):

επαύξηση
Zuwachs αρσ
επαύξηση της αξίας
Wertzuwachs αρσ
επαύξηση της αξίας
επαύξηση κεφαλαίου
επαύξηση περιουσίας

4. επαύξηση (πληρωμή):

επαύξηση
Zuschlag αρσ
εξισωτική επαύξηση

Παραδειγματικές φράσεις με επαύξηση

επαύξηση κεφαλαίου
επαύξηση περιουσίας
επαύξηση θηλ της ποινής
επαύξηση της αξίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский