Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επαρχιώτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επαρχιώτης (επαρχιώτισσα) [ɛparçiˈɔtis, ɛparçiˈɔtisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. επαρχιώτης:

επαρχιώτης (επαρχιώτισσα)
Provinzbewohner(in) αρσ (θηλ)

2. επαρχιώτης μειωτ:

επαρχιώτης (επαρχιώτισσα)
Provinzler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский