Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επαναφορά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επαναφορά [ɛpanafɔˈra] SUBST θηλ

1. επαναφορά (της τάξης):

επαναφορά

2. επαναφορά (κάποιου σε θέση):

επαναφορά

3. επαναφορά (στη μνήμη):

επαναφορά
Rückruf αρσ

4. επαναφορά (στη ζωή):

επαναφορά
Erweckung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский