Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επανακτώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επαν|ακτώ <-ακτείς, -έκτησα, -ακτήθηκα, -ακτημένος> [ɛpanakˈtɔ] VERB μεταβ

επανακτώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский