Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επανάκαμψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επανάκαμψ|η <-εις> [ɛpaˈnakampsi] SUBST θηλ

1. επανάκαμψη (επιστροφή):

επανάκαμψη
Rückkehr θηλ

2. επανάκαμψη ΟΙΚΟΝ:

οικονομική επανάκαμψη
επανάκαμψη επιτοκίων
Zinsumschwung αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με επανάκαμψη

οικονομική επανάκαμψη
επανάκαμψη επιτοκίων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский