Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επαλείφω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επαλεί|φω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [ɛpaˈlifɔ] VERB μεταβ

επαλείφω με

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский