Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξόγκωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξόγκωσ|η <-εις> [ɛˈksɔŋgɔsi] SUBST θηλ

1. εξόγκωση (αύξηση όγκου, και νερών ποταμού):

εξόγκωση
Anschwellen ουδ

2. εξόγκωση (μεγαλοποίηση):

εξόγκωση
Aufbauschen ουδ

3. εξόγκωση (πρήξιμο):

εξόγκωση
Schwellung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский