Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξόγκωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξόγκωμα [ɛˈksɔŋgɔma] SUBST ουδ

1. εξόγκωμα (πρήξιμο):

εξόγκωμα
Schwellung θηλ

2. εξόγκωμα (όγκος):

εξόγκωμα
Geschwulst θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский