Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξουδετερώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξουδετερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛksuðɛtɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. εξουδετερώνω (επιρροή, βλαπτικό παράγοντα):

εξουδετερώνω

2. εξουδετερώνω (κακοποιό, αντίπαλο):

εξουδετερώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский