Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξομαλύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξομαλύ|νω <-να, -νθηκα, -σμένος> [ɛksɔmaˈlinɔ] VERB μεταβ

1. εξομαλύνω (επιφάνεια):

εξομαλύνω

2. εξομαλύνω (δρόμο):

εξομαλύνω

3. εξομαλύνω (κατάσταση, σχέσεις):

εξομαλύνω

4. εξομαλύνω (διαταραγμένη υπόθεση):

εξομαλύνω

5. εξομαλύνω (διαφορές):

εξομαλύνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский