Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξοικειωμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξοικειωμέν|ος <-η, -ο> [ɛksiciɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

εξοικειωμένος
είμαι εξοικειωμένος με κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με εξοικειωμένος

είμαι εξοικειωμένος με κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский