Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξοβελίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξοβελί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksɔvɛˈlizɔ] VERB μεταβ μτφ (διώχνω)

εξοβελίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский