Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξευτελιστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξευτελιστικ|ός <-ή, -ό> [ɛksɛftɛlistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εξευτελιστικός (δουλειά):

εξευτελιστικός

2. εξευτελιστικός (τιμές):

Spottpreis αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский