Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξευγενίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξευγενί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksɛvjɛˈnizɔ] VERB μεταβ

1. εξευγενίζω (γενικά):

εξευγενίζω

2. εξευγενίζω (φυτό):

εξευγενίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский