Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξεταστής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξεταστής (εξετάστρια) [ɛksɛtasˈtis, ɛksɛˈtastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εξεταστής (εξετάστρια)
Prüfer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский