Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξεγείρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξ|εγείρω <-ήγειρα, -εγέρθηκα, -εγερμένος> [ɛksɛˈjirɔ] VERB μεταβ

1. εξεγείρω (κάποιον):

εξεγείρω

2. εξεγείρω (το λαό):

εξεγείρω

II . εξεγείρομαι VERB αυτοπ ρήμα (κατά της δικτατορίας)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский