Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαρτώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξαρτ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksarˈtɔ] VERB μεταβ

εξαρτώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский