Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενόραση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενόρασ|η <-εις> [ɛˈnɔrasi] SUBST θηλ (διαίσθηση)

ενόραση
Intuition θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский