Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενωτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενωτικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ενωτικός (που συνδέει):

ενωτικός
Verbindungs-

2. ενωτικός (που κάνει ένα):

ενωτικός
Vereinigungs-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский