Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εντριβή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εντριβή [ɛndriˈvi] SUBST θηλ

εντριβή
Einreibung θηλ
κάνω εντριβή σε κάποιον με

Παραδειγματικές φράσεις με εντριβή

κάνω εντριβή σε κάποιον με

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский