Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενστερνίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενστερνί|ζομαι <-στηκα> [ɛnstɛrˈnizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ μτφ

ενστερνίζομαι κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με ενστερνίζομαι

ενστερνίζομαι κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский