Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενηλικιώνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενηλικιώ|νομαι <-θηκα, -μένος> [ɛniliciˈɔnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

ενηλικιώνομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский