Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εναγόμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εναγόμενος (εναγομένη) [ɛnaˈɣɔmɛnɔs, ɛnaɣɔˈmɛni] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εναγόμενος (εναγομένη)
εναγόμενος (εναγομένη)
κύριος εναγόμενος

Παραδειγματικές φράσεις με εναγόμενος

κύριος εναγόμενος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский