Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εναέριος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εναέρι|ος <-α, -ο> [ɛnaˈɛriɔs] ΕΠΊΘ

1. εναέριος (στον αέρα):

εναέριος
Luft-
εναέριος διάδρομος
Luftkorridor αρσ
Luftverkehr αρσ
Luftfahrt θηλ
εναέριος χώρος
Luftraum αρσ

2. εναέριος (πάνω από την επιφάνεια της γης: καλώδια κτλ):

εναέριος

Παραδειγματικές φράσεις με εναέριος

εναέριος διάδρομος
εναέριος χώρος
Luftraum αρσ
εναέριος στόλος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский