Ελληνικά » Γερμανικά

εμφυτεύ|ω <-σα, -τηκα> [ɛɱfiˈtɛvɔ] VERB μεταβ

1. εμφυτεύω:

εμφυτεύω

2. εμφυτεύω μτφ (εμπνέω):

εμφυτεύω κάτι σε κάποιον
εμφυτεύω ΙΑΤΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский