Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμπορομεσίτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμπορομεσίτης (εμπορομεσίτρια) [ɛmbɔrɔmɛˈsitis, ɛmbɔrɔmɛˈsitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εμπορομεσίτης (εμπορομεσίτρια)
Handelsmakler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский