Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμπνέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμπνέω <ενέπνευσα [ή έμπνευσα], εμπνεύστηκα, εμπνευσμένος> [ɛmˈbnɛɔ] VERB μεταβ

2. εμπνέω (εμπιστοσύνη, σεβασμό κτλ):

εμπνέω σε κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με εμπνέω

εμπνέω θαυμασμό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский